„νιώσιμο“: ουδέτερο νιώσιμο [ˈɲosimo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Spüren Spürenουδέτερο | Neutrum, sächlich n νιώσιμο νιώσιμο