„νιφαδωτός“ νιφαδωτός [nifaðoˈtos], νιφαδωτή, νιφαδωτόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) flockig flockig νιφαδωτός νιφαδωτός