„νιαουρίζω“: αμετάβατο ρήμα νιαουρίζω [ɲauˈrizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) miauen miauen νιαουρίζω νιαουρίζω