„νηφαλιότητα“: θηλυκό νηφαλιότητα [nifaliˈotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Nüchternheit Nüchternheitθηλυκό | Femininum, weiblich f νηφαλιότητα νηφαλιότητα