νησί
[niˈsi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Inselθηλυκό | Femininum, weiblich fνησίνησί
examples
- νησί της ΒαλτικήςOstseeinselθηλυκό | Femininum, weiblich f
- νησί του ΠάσχαOsterinselθηλυκό | Femininum, weiblich f
- νησιάπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl ΒερμούδεςBermudasπληθυντικός | Plural plBermudainselnπληθυντικός | Plural pl
hide examplesshow examples