„νηοπομπή“: θηλυκό νηοπομπή [niopomˈbi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Geleitzug Geleitzugαρσενικό | Maskulinum, männlich m νηοπομπή νηοπομπή