„νεόπλασμα“: ουδέτερο νεόπλασμα [neˈoplazma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Wucherung Wucherungθηλυκό | Femininum, weiblich f νεόπλασμα ιατρική | Medizinιατρ νεόπλασμα ιατρική | Medizinιατρ