νεωτερισμός
[neoterizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Neuerungθηλυκό | Femininum, weiblich fνεωτερισμόςNeuheitθηλυκό | Femininum, weiblich fνεωτερισμόςInnovationθηλυκό | Femininum, weiblich fνεωτερισμόςνεωτερισμός