νεφρόλιθος
[neˈfroliθos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Nierensteinαρσενικό | Maskulinum, männlich mνεφρόλιθος ιατρική | Medizinιατρνεφρόλιθος ιατρική | Medizinιατρ