„νεφρό“: ουδέτερο νεφρό [neˈfro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Niere Niereθηλυκό | Femininum, weiblich f νεφρό ανατομία | Anatomieανατ νεφρό ανατομία | Anatomieανατ