„νευροτοξίνη“: θηλυκό νευροτοξίνη [nevrotoˈksini]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Nervengift Nervengiftουδέτερο | Neutrum, sächlich n νευροτοξίνη νευροτοξίνη