„νευρικότητα“: θηλυκό νευρικότητα [nevriˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Nervosität Nervositätθηλυκό | Femininum, weiblich f νευρικότητα νευρικότητα