νερουλός
[neruˈlos], νερουλή, νερουλόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- wässrigνερουλόςνερουλός
- geschmacklosνερουλός φαγητόνερουλός φαγητό
- fade, langweilig, nichtssagendνερουλός άνθρωπος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφνερουλός άνθρωπος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ