νεποτισμός
[nepotizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Vetternwirtschaftθηλυκό | Femininum, weiblich fνεποτισμόςνεποτισμός