νεολογισμός
[neolojizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Wortschöpfungθηλυκό | Femininum, weiblich fνεολογισμόςNeologismusαρσενικό | Maskulinum, männlich mνεολογισμόςνεολογισμός