„νεογέννητο“: ουδέτερο νεογέννητο [neoˈjenito]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Neugeborenes Neugeborenesουδέτερο | Neutrum, sächlich n νεογέννητο νεογέννητο