„νεκροφάνεια“: θηλυκό νεκροφάνεια [nekroˈfania]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Scheintod Scheintodαρσενικό | Maskulinum, männlich m νεκροφάνεια νεκροφάνεια