νεκροτομείο
[nekrotoˈmio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Leichenhausουδέτερο | Neutrum, sächlich nνεκροτομείονεκροτομείο
- Pathologieθηλυκό | Femininum, weiblich fνεκροτομείο τμήμα σε νοσοκομείονεκροτομείο τμήμα σε νοσοκομείο