„νεκροταφείο“: ουδέτερο νεκροταφείο [nekrotaˈfio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Friedhof, Kirchhof Friedhofαρσενικό | Maskulinum, männlich m νεκροταφείο Kirchhofαρσενικό | Maskulinum, männlich m νεκροταφείο νεκροταφείο