ναυμαχία
[navmaˈçia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Seeschlachtθηλυκό | Femininum, weiblich fναυμαχία στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατSeegefechtουδέτερο | Neutrum, sächlich nναυμαχία στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατναυμαχία στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ