„ναυαγοσωστική“: θηλυκό ναυαγοσωστική [navaɣosostiˈkji]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Strandwache Strandwacheθηλυκό | Femininum, weiblich f ναυαγοσωστική ναυαγοσωστική