„ναρκομανία“: θηλυκό ναρκομανία [narkomaˈnia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Drogenabhängigkeit Drogenabhängigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f ναρκομανία ναρκομανία