„νανόμετρο“: ουδέτερο νανόμετρο [naˈnometro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Nanometer Nanometerαρσενικό | Maskulinum, männlich m νανόμετρο νανόμετρο