νήμα
[ˈnima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Garnουδέτερο | Neutrum, sächlich nνήμα κλωστήνήμα κλωστή
- Fadenαρσενικό | Maskulinum, männlich mνήμα του λόγου μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφνήμα του λόγου μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Staubfadenαρσενικό | Maskulinum, männlich mνήμα βοτανική | Botanikβοτνήμα βοτανική | Botanikβοτ
examples
- νήμα βιβλιοδεσίαςHeftfadenαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- νήμα ιστού αράχνηςSpinnenfadenαρσενικό | Maskulinum, männlich m