„Νέστωρ“: αρσενικό Νέστωρ [ˈnestor]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Nestor Nestorαρσενικό | Maskulinum, männlich m Νέστωρ μυθολογία | Mythologieμυθ Νέστωρ μυθολογία | Mythologieμυθ