„Νέμεσις“: θηλυκό Νέμεσις [ˈnemesis]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Nemesis Nemesisθηλυκό | Femininum, weiblich f Νέμεσις μυθολογία | Mythologieμυθ Νέμεσις μυθολογία | Mythologieμυθ