νέκρα
[ˈnekra]θηλυκό | Femininum, weiblich f οικείο | umgangssprachlichοικOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Totenstilleθηλυκό | Femininum, weiblich fνέκρα απόλυτη σιγήνέκρα απόλυτη σιγή
- Flauteθηλυκό | Femininum, weiblich fνέκρα οικονομία | Wirtschaftοικοννέκρα οικονομία | Wirtschaftοικον