„μύθος“: αρσενικό μύθος [ˈmiθos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Mythos, Fabel, Sage, Märchen Mythosαρσενικό | Maskulinum, männlich m μύθος μυθική παράδοση Sageθηλυκό | Femininum, weiblich f μύθος μυθική παράδοση μύθος μυθική παράδοση Fabelθηλυκό | Femininum, weiblich f μύθος αλληγορική διήγηση μύθος αλληγορική διήγηση Märchenουδέτερο | Neutrum, sächlich n μύθος παραμύθι μύθος παραμύθι