„μόδιστρος“: αρσενικό μόδιστρος [ˈmoðistros]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Modemacher Modemacherαρσενικό | Maskulinum, männlich m μόδιστρος μόδιστρος