„μωαμεθανή“: θηλυκό μωαμεθανή [moameθaˈni]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Muslimin Musliminθηλυκό | Femininum, weiblich f μωαμεθανή μωαμεθανή