„μυώ“: μεταβατικό ρήμα μυώ [miˈo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) einweihen einweihen (σε in+αιτιατική | +Akkusativ +akk) μυώ μυώ