„μυστικότητα“: θηλυκό μυστικότητα [mistiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Heimlichkeit Heimlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f μυστικότητα μυστικότητα