„μυρμήγκι“: ουδέτερο μυρμήγκι [mirˈmiŋgji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Ameise Ameiseθηλυκό | Femininum, weiblich f μυρμήγκι μυρμήγκι