μυρίζω
[miˈrizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -στηκα; -σμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- riechen (αιτιατική | Akkusativakk nach+δοτική | +Dativ +dat)μυρίζωμυρίζω
- duftenμυρίζω ωραίαμυρίζω ωραία
- schnüffeln, schnuppernμυρίζω σκυλίμυρίζω σκυλί