„Μυκήνες“: πληθυντικός θηλυκού Μυκήνες [miˈkjines]πληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Mykene Mykeneουδέτερο | Neutrum, sächlich n Μυκήνες Μυκήνες