μπότα
[ˈbota]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Stiefelαρσενικό | Maskulinum, männlich mμπόταμπότα
examples
- μπότα ιππασίαςReitstiefelαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- μπότα με κορδόνιαSchnürstiefelαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- μπότεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl του σκιπληθυντικός | Plural plSkistiefelπληθυντικός | Plural pl