„μπόλιασμα“: ουδέτερο μπόλιασμα [ˈboʎazma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n οικείο | umgangssprachlichοικ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Impfung Impfungθηλυκό | Femininum, weiblich f μπόλιασμα μπόλιασμα