„μπρούσκος“ μπρούσκος [ˈbruskos], μπρούσκα, μπρούσκοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) herb herb μπρούσκος κρασί μπρούσκος κρασί