„μπριγκέτα“: θηλυκό μπριγκέτα [briŋˈgjeta]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Brikett Brikettουδέτερο | Neutrum, sächlich n μπριγκέτα μπριγκέτα