„μπρατσάκι“: ουδέτερο μπρατσάκι [braˈtsakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schwimmflügel Schwimmflügelαρσενικό | Maskulinum, männlich m μπρατσάκι μπρατσάκι