„μπούφος“: αρσενικό μπούφος [ˈbufos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Uhu Uhuαρσενικό | Maskulinum, männlich m μπούφος ζωολογία | Zoologieζωολ μπούφος ζωολογία | Zoologieζωολ