μπούτι
[ˈbuti]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Keuleθηλυκό | Femininum, weiblich fμπούτι γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρμπούτι γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρ
- (Ober-)Schenkelαρσενικό | Maskulinum, männlich mμπούτι μηρός οικείο | umgangssprachlichοικμπούτι μηρός οικείο | umgangssprachlichοικ
examples
- μπούτι ελαφιούRehkeuleθηλυκό | Femininum, weiblich f