„μποϊκοτάρω“: μεταβατικό ρήμα μποϊκοτάρω [boikoˈtaro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ισα> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) boykottieren boykottieren μποϊκοτάρω μποϊκοτάρω