μπουφές
[buˈfes]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-έδες>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Büfettουδέτερο | Neutrum, sächlich nμπουφές γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρμπουφές γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρ
- Anrichteθηλυκό | Femininum, weiblich fμπουφές έπιπλοGeschirrschrankαρσενικό | Maskulinum, männlich mμπουφές έπιπλοBüfettουδέτερο | Neutrum, sächlich nμπουφές έπιπλομπουφές έπιπλο
examples
- κρύος μπουφέςkaltes Büfettουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- μπουφές πρωινούFrühstücksbüfettουδέτερο | Neutrum, sächlich n