„μπουνταλάς“: αρσενικό μπουνταλάς [bundaˈlas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Tölpel Tölpelαρσενικό | Maskulinum, männlich m μπουνταλάς μπουνταλάς