„μπουμπούκι“: ουδέτερο μπουμπούκι [buˈbukji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Knospe Knospeθηλυκό | Femininum, weiblich f μπουμπούκι μπουμπούκι examples βγάζω μπουμπούκια (aus)treiben βγάζω μπουμπούκια