μπουλντόζα
[bulˈdoza]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Bulldozerαρσενικό | Maskulinum, männlich mμπουλντόζαPlanierraupeθηλυκό | Femininum, weiblich fμπουλντόζαμπουλντόζα