„μπουκιά“: θηλυκό μπουκιά [buˈkjja]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Bissen, Happen Bissenαρσενικό | Maskulinum, männlich m μπουκιά Happenαρσενικό | Maskulinum, männlich m μπουκιά μπουκιά