„μπουκέτο“: ουδέτερο μπουκέτο [buˈkjeto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Blumenstrauß Blumenstraußαρσενικό | Maskulinum, männlich m μπουκέτο μπουκέτο