„μπολιάζω“: μεταβατικό ρήμα μπολιάζω [boˈʎazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t οικείο | umgangssprachlichοικ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) impfen impfen (κατά gegen) μπολιάζω μπολιάζω